Η Μέλισσα θεοποιείται. Είναι η νύμφη, στην οποία η Ρέα παρέδωσε νήπιο τον «Κρητογεννή» Δία, τον οποίο ανέθρεψε με γάλα και μέλι στο Δικταίο άντρο της Κρήτης, ενώ επίσης Μέλισσα λεγόταν και η νύμφη που ανακάλυψε την τέχνη της μελισσοκομίας και την παρασκευή του υδρόμελου, ενώ αργότερα την δίδαξε στον μελισσοκόμο Αρισταίο, ημίθεο, ο οποίος ανέλαβε να μεταφέρει στους ανθρώπους αυτή τη γνώση. Η Μέλισσα είναι η τροφός του πατέρα των Θεών Δία, που αποκαλείται ακόμα Μελισσεύς και Μελισσαίος και το υδρόμελο (=νέκταρ) αποτελούσε τη τροφή των Ολύμπιων Θεών.
Στην Οδύσσεια αναφέρεται το «Μελίκρατον», κράμα μέλιτος και γάλακτος, το οποίον έπιναν ως εκλεκτό ποτό. Εκτός από τον Όμηρο υπάρχει μια πλούσια αναφορά σε θεατρικά και ποιητικά έργα στον Ησίοδο, Πίνδαρο, Καλλίμαχο, Απολλόδωρο, Ευριπίδη, Αρχέλαο, Αθήναιο, Ηρόδοτο και πάει λέγοντας, και από το Βυζάντιο με μοναχούς και περιηγητές και λογοτέχνες μέχρι τις μέρες μας.
Στην καθημερινή ζωή της αρχαιότητας το μέλι χρησιμοποιείται:
Μηλόμελο. Μήλα διατηρημένα σε μέλι καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Το μέλι αποκτούσε τη χαρακτηριστική οσμή των μήλων. Την ίδια συνταγή παραλλάσανε και με άλλα φρούτα.
Μελίκρατο. Μέλι με γάλα. Τροφή των παιδιών.
Οξύμελο. Μέλι με ξύδι. Για την αντιμετώπιση του πυρετού.
Υδρόμελο. Ηδύποτο που προκύπτει από αλκοολική ζύμωση του μελιού.
Οινόμελο. Μέλι με κρασί. Αναφέρεται ότι ο Δημόκριτος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα γιατί κατανάλωνε οινόμελο με άρτο.
O Ιπποκράτης εξαίρει την ευεργετική επίδραση του «οινόμελου» σε υγιείς και ασθενείς, ο Πυθαγόρας διαπιστώνει ότι το μέλι εξαφανίζει την κόπωση, ενώ ο Δημόκριτος γράφει για την ευεξία και μακροζωία εξ αιτίας του μελιού.
Στη Σπάρτη παιδαγωγοί και εκπαιδευόμενοι ως στρατιώτες έφηβοι διαβιούσαν στον Ταΰγετο για ένα μήνα τρεφόμενοι αποκλειστικά με μέλι (μήνας του μέλιτος). Η Μελισσοκομία γίνεται συστηματικά και οργανωμένα με μορφή επιχείρησης. Από τον μεγάλο νομοθέτη των Αθηναίων Σόλωνα (640-558 π.Χ.) σώζονται νόμοι και ρυθμίσεις που καθορίζουν τις αποστάσεις μεταξύ των μελισσοκομείων, για να μην υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την κυριότητα των σμηνών.
Ο Αριστοτέλης κατασκευάζει γυάλινη κυψέλη για να διαπιστώσει πώς εργάζονται οι μέλισσες και τα συγγράμματα του «Των περί τα ζώα ιστοριών» και «περί ζώων γενέσεως» και η κοινωνία των μελισσών αναδεικνύεται σε πρότυπο μελέτης και υπόδειγμα λειτουργίας, δομής και ιεραρχίας μιας ιδεατής πολιτείας.
Στον ελλαδικό χώρο συστηματική μελισσοκομία εξασκείται ήδη από τον 15ο μ.Χ. αιώνα. Μελισσοκομεία οργανωμένα υπάρχουν στην Αττική, στη Θεσσαλία, στην Εύβοια, στην Αχαΐα, στην Αρκαδία και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου (Σκύρος, Κάλυμνος κ.α.). Μάλιστα ήδη από τότε έχουν διαμορφωθεί καταναλωτικές προτιμήσεις. Για παράδειγμα, το μέλι της Αττικής, το μέλι του Υμηττού, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, που οφείλεται στο λεπτό αλλά «ζωντανό» άρωμα του θυμαριού. Ξένοι ταξιδιώτες που επισκέπτονται την Αθήνα την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας αποδίδουν την μακροβιότητα των Αθηναίων στη διατροφή «και κυρίως στο μέλι που τρώνε μετά μανίας».
Μάλιστα υπάρχουν στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η Αθήνα κάλυπτε τις εισαγωγές της σε δημητριακά με εξαγωγές μελιού που κατευθυνόταν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και λιγότερο στο Λονδίνο και τη Μασσαλία.
Αντιμετωπιζόταν σαν φυσικό και υγιεινό προϊόν, απαραίτητο στοιχείο της διατροφής και όχι συμπλήρωμα. Από αποσπασματικές πληροφορίες για τη σύνθεση των γευμάτων των αρχαίων Ελλήνων βλέπουμε ότι το μέλι περιλαμβάνεται στο καθημερινό διαιτολόγιο τους είτε μόνο του, είτε σαν ύλη παρασκευής σε σάλτσες και διάφορα γλυκά.
Το αρχαιότερο πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται στο χώρο της μελισσοκομίας είναι ο Αρισταίος, γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κυρήνης, που ανατράφηκε – σύμφωνα με τον μύθο- με νέκταρ και αμβροσία για να γίνει αθάνατος.
Στους ιστορικούς χρόνους συναντούμε συγγράμματα του Ιπποκράτη, του Αριστοτέλη και του Δημόκριτου που αναφέρονται στις ευεργετικές ιδιότητες του μελιού στην υγεία και τη μακροζωία, ενώ ο Πυθαγόρας και οι οπαδοί του είχαν το μέλι ως την κύρια τροφή τους. Πίστευαν πως έχει αντισηπτικές και φαρμακευτικές ιδιότητες και για τον λόγο αυτόν το χρησιμοποιούσαν για να ταριχεύουν τους νεκρούς τους. Αναφέρεται δε πως η σωρός του Μεγάλου Αλέξανδρου ταριχεύτηκε με αυτό τον τρόπο.